« Κι, εἴτε μέ τίς ἀρχαιότητες,
εἴτε μέ τήν Ὀρθοδοξία,
τῶν Ἑλλήνων οἱ κοινότητες
φτιάχνουν ἄλλο γαλαξία»
Πράγματι οἱ παραπάνω στίχοι μέ λακωνικό μέν, συνάμα δέ κομψό καί διθυραμβικό τρόπο περιγράφουν τήν ὅλη ἱστορία τῆς Κοινότητός μας. Καί τοῦτο διότι ἡ Κοινότητα τοῦ Βαφεοχωρίου μέ κέντρο της τόν Ἱερό Ναό τῆς Εὐαγγελιστρίας, τούς μέν Προπάτορές μας πνευματικῶς ἐπέτυχε ν’ ἀνακαινίσει, τήν δέ περιοχή στήν ὁποία θεμελιώθηκε, μέ μνημεῖα πολιτισμοῦ νά τήν κατακοσμήσει. Πρός ἐπίρρωση τῶν ἤδη γεγραμμένων, ἄς ἐξετάσουμε τά πράγματα ἐξαρχῆς.
Οἱ ἀπαρχές τοῦ ἱστορικοῦ βίου τῆς Κοινότητος τοῦ Βαφεοχωρίου ἀνάγονται στά πρῶτα χρόνια τοῦ 19ου αἰῶνος. Μία ὁμάδα χριστιανῶν μέ καταγωγή ἐκ τῆς περιφερείας τῶν Σαράντα Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης καί ἰδία ἐκ τῶν κωμοπόλεων Εὐκαρίου καί Ἀζαρά καί τῶν χωρίων Σκοποῦ καί Σκεπαστοῦ, ἐπιζητοῦσα νά βρεῖ νέο τόπο μόνιμης κατοικίας ὅπου νά ἐξοικονομεῖ εὐχερέστερα τά πρός τό ζῆν, ζήτησε καί ἔλαβε ἄδεια ἀπό τήν Ὑψηλή Πύλη προκειμένου νά κατοικήσει πλησίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ κλῆρος γῆς πού τῆς παραχωρήθηκε βρισκόταν στήν Εὐρωπαϊκή ὄχθη τοῦ Βοσπόρου ἐπί τοῦ λόφου μεταξύ Μπαλτά-λιμάν καί τῆς κώμης τοῦ Ἐμιργκιάν.
Ὁ τότε νεοπαγής συνοικισμός ἔλαβε τό ὄνομα Βαφεοχώρι, τουρκιστί Μπογιατζήκιοϊ, ἐκ τοῦ ἐπαγγέλματος τῶν πρώτων οἰκιστῶν του, οἱ ὁποῖοι ἦσαν βαφεῖς, κοινῶς μπογιατζῆδες. Ἔκτοτε καί παρά τό ὅτι πολλά ἔχουν ἀλλάξει ἀπό τό 1805, ἔτος περί τό ὁποῖο ἱδρύθηκε ἡ Κοινότητά μας, τό Βαφεοχώρι κατάφερε νά διατηρήσει τήν ἀρχική του ὀνομασία ἕως τῆς σήμερον.
Ἐκ τῶν ἀρχικῶν μελημάτων τῶν πρώτων οἰκιστῶν ἦταν ἡ ἐξεύρεση Ἱεροῦ Ναοῦ, πέριξ τοῦ ὁποίου θά συγκροτοῦσαν τόν κοινοτικό τους βίο ὅπως ἔκπαλαι συνηθίζεται στά καθ’ ἡμᾶς. Ὡς πρῶτος εὐκτήριος οἶκος τῶν Βαφεοχωριτῶν χρημάτισε ὁ Ἱερός Ναός τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Συμφώνως πρός τόν Σκαρλάτο Βυζάντιο ὁ ἐν λόγῳ Ἱερός Ναός ἤ μᾶλλον ναΐσκος ἦταν τά ἀπομεινάρια μίας παλαιᾶς Μονῆς, ἡ ὁποία ἦταν χτισμένη πάνω σέ ἀρχαῖο λατρευτικό χῶρο ἀφιερωμένο στήν χθόνια Θεά Ἐκάτη.
Ὁ ναΐσκος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου λόγῳ παλαιότητος μά καί συνάμα διαχρονικῆς ἐλλείψεως ποιμνίου ἔχρηζε σοβαρῶν ἐπισκευῶν καί ἀγορᾶς ἱερῶν εἰκόνων καί λοιπῶν λειτουργικῶν ἀντικειμένων. Τά βάρη τῶν ἀπαιτουμένων ἐξόδων προκειμένου ὁ ναΐσκος νά καταστεῖ καί πάλι λειτουργικός ἐπωμίστηκαν οἱ Βαφεοχωρίτες ἀφοῦ πρῶτα ἐξασφάλισαν κυβερνητική ἄδεια χρήσεως τοῦ ἐν λόγῳ λατρευτικοῦ χώρου.
Προϊόντος τοῦ χρόνου καί τοῦ 19ου αἰῶνος, ἄλλοτε κάτω ἀπό δυσμενεῖς καί ἀντίξοες συνθῆκες καί ἄλλοτε κάτω ἀπό εὐνοϊκότερες καιρικές περιστάσεις, τό περιορισμένο σέ ἀριθμό ποίμνιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου γνώρισε ἡμέρες οἰκονομικῆς εὐεξίας, μιᾶς καί τό ἐπάγγελμα τῶν μπογιατζήδων ἦταν ἀρκετά προσοδοφόρο. Ἡ οἰκονομική ἄνθιση τῶν Βαφεοχωριτῶν ἐπέφερε νέα εἰσροή οἰκογενειῶν ἐκ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῶν Σαράντα Ἐκκλησιῶν, πατρίδας ὅπως γνωρίζουμε τῶν πρώτων οἰκιστῶν ἀλλά καί ἀλλαχόθεν. Τοιουτοτρόπως ὁ ναΐσκος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ τῆς Ἀγάπης, καίτοι ἀνακαινισθείς, ἀδυνατοῦσε πλέον νά στεγάσει τό ὁσημέραι πολλαπλασιαζόμενο ποίμνιό του.
Ἡ λύση στό πρόβλημα ἐξευρέσεως καταλλήλου εὐκτηρίου οἴκου πρός ἐκκλησιασμό ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων κατοίκων τοῦ Βαφεοχωρίου δόθηκε μέ τήν ἀνέγερση μεγαλυτέρου σέ τετραγωνικά μέτρα Ἱεροῦ Ναοῦ. Οἱ ἐπίτροποι τῆς Κοινότητος, ἐφοδιασμένοι μέ τήν ἀπαραίτητη κυβερνητική ἄδεια, ἐξασφάλισαν, εὐφυῶς σκεπτόμενοι, ἕνα εὐρύχωρο οἰκόπεδο σέ κεντρικό σημεῖο τοῦ οἰκισμοῦ. Τοιουτοτρόπως ὁ νέος Ἱερός Ναός, εἶχε τήν ἐπιζητούμενη ἄνεση χώρου, μά καί συνάμα ἦταν ἄμεσα προσβάσιμος στούς χριστιανούς. Ἡ οἰκοδομή τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ φαίνεται ὅτι κράτησε λιγότερο ἀπό ἕνα ἔτος (Σεπτέμβριος 1833-Μάρτιος 1834). Τά ἔξοδα οἰκοδομῆς καί καλλωπισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ἀνεγέρσεως τῶν πρώτων κελλιῶν καί τῆς διαμορφώσεως τοῦ περιβάλλοντος χώρου καλύφθηκαν ἀπό τά ἀποθεματικά τοῦ ταμείου τῆς Κοινότητος, ἀπό τούς ἐράνους πού διεξήγαγαν οἱ Βαφεοχωρίτες καί ἀπό τήν σύναψη δανείων.
Οἱ κτήτορες ἀφιέρωσαν τόν ἐν λόγῳ νέο καί εὐμεγέθη Ἱερό Ναό στήν Παναγία καί συγκεκριμένως στόν Εὐαγγελισμό Αὐτῆς. Δέν λησμόνησαν ὅμως καί τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο, ἐπ’ ὀνόματι τοῦ ὁποίου ἀφιέρωσαν τὸ δεξιό Κλίτος τῆς νέας Ἐκκλησίας. Τά ἐγκαίνια τῆς Εὐαγγελιστρίας ἐπραγματοποιήθησαν τήν 4η Μαρτίου τοῦ ἔτους 1834, ἡμέρα Κυριακή, ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντίου Α΄ (1830-1834).
Ὁ Ἱερός Ναός ἔχει ρυθμό τρίκλιτης βασιλικῆς μέ ἡμικυκλική ἁψίδα στά ἀνατολικά καί νάρθηκα στό δυτικό του τμήμα. Ἐσωτερικῶς τά κλίτη χωρίζονται ὑπό κιονοστοιχίας. Ἡ Ἐκκλησία διαθέτει γυναικωνίτη στόν ὁποῖο ὁδηγοῦν δύο κλίμακες ἑκατέρωθεν τῆς κεντρικῆς εἰσόδου. Ὡς κυρίαρχο δομικό ὑλικό χρησίμευσε ἡ πέτρα καί δευτερευόντως τό ξύλο, τό δέ δάπεδο τοῦ κεντρικοῦ κλίτους τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ εἶναι στρωμένο μέ μαρμάρινες πλάκες. Ἐντυπωσιακή εἶναι ἡ ἐσωτερική μαρμάρινη πύλη πού ὁδηγεῖ ἀπό τό νάρθηκα στόν κυρίως Ναό. Ἀπό τήν πρώτη ματιά γίνεται φανερό ὅτι ὁ πρωτομάστορας πού ἔχτισε τήν Ἐκκλησία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στό Βαφεοχώρι χρησιμοποίησε ὡς πρότυπό του τόν Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στό Φανάρι.
Ἐντυπωσιακός εἶναι ὁ κινητός, ἐσωτερικός διάκοσμος τῆς Εὐαγγελιστρίας. Στό τέμπλο ὑπάρχουν τοποθετημένες εἰκόνες, τόσο βυζαντινῆς τεχνοτροπίας, προερχόμενες προφανῶς ἀπό τόν πρῶτο κοινοτικό Ναό, ὅσο καί εἰκόνες ρωσικῆς τεχνοτροπίας τοῦ δευτέρου μισοῦ τοῦ 19ου καί τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος. Τούς τοίχους στολίζουν εἰκόνες, ἔργα τοῦ χρωστήρα τῶν Βαφεοχωριτῶν αὐταδέλφων ἁγιογράφων Κ. καί Δ. Φραγκοπούλου, καθώς καί τοῦ Κ. Βασματζίδη, ἀφιερώματα ἐνοριτῶν.
Ὁ Ἱερός Ναός τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου δέν ἦταν τό μοναδικό σέμνωμα πού πύργωσε ἡ εὐσέβεια τῶν Πατέρων μας στήν ἐν λόγῳ περιοχή τοῦ Βοσπόρου. Ἐντός τῶν γεωγραφικῶν ὁρίων τῆς Κοινότητός μας ὑπῆρχαν τά Ἁγιάσματα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τό ἐκκλησιαστικό λίκνο τοῦ Βαφεοχωρίου, γιά τό ὁποῖο κάναμε λόγο παραπάνω, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τῆς Ἁγίας Κυριακῆς, τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἡ ἐφέστιος εἰκόνα τοῦ ὁποίου ἐσχάτως ἀνευρέθη ἀποθηκευμένη σέ ἕνα ἀπό τά ἐρμάρια τοῦ Ἱεροῦ τῆς Εὐαγγελιστρίας, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος καί τέλος τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Δυστυχῶς κανένα ἀπό τά ἕξι Ἁγιάσματά μας δέν διασώζεται ἕως τῆς σήμερον.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τό Γένος μας καθ’ ὅλη τήν ἱστορική του πορεία καί διαδρομή, ὅπου καί ἄν ἡ Θεία Πρόνοια τό ἔταξε νά κατοικεῖ ἦταν πάντοτε ἐκτός ἀπό φιλόχριστο, φιλομαθές καί φιλάνθρωπο. Ὡς ἐκ τούτου ἠ περί τό ἔτος 1805 ἄφιξη καί ἐγκατάσταση τῶν πρώτων οἰκιστῶν τοῦ Βαφεοχωρίου στά μέρη τοῦ Βοσπόρου ἄφησε βαθιά τά ἴχνη της ὄχι μόνο στόν ἐκκλησιαστικό, ἀλλά καί στόν ἐκπαιδευτικό καί φιλανθρωπικό τομέα τῆς περιοχῆς μας.
Ἤδη ἀπό τό ἔτος 1810 καί γιά μία περίπου δεκαετία, γραπτές μαρτυρίες ἐπιβεβαιώνουν τήν ὕπαρξη ἑνός πρώτου σχολικοῦ πυρήνα ὑπέρ τοῦ ὁποίου ἡ Κοινότητά μας διέθετε χρηματικά ποσά πρός συντήρηση τακτικοῦ διδασκάλου καί πρός ἀγορά βιβλίων. Ἡ δημογραφική αὔξηση τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς ἐπέφερε καί τήν ἀνάλογη ἀνάπτυξη τῶν Κοινοτικῶν μας Σχολείων. Ἡ σχολική ἐκπαίδευση στό Βαφεοχώρι ξεκίνησε τήν πορεία της τόν 19ο αἰώνα μέσα ἀπό ξύλινα παραπήγματα καί περιορισμένα ἀριθμητικά ἀνθρώπινα σχήματα, γιά νά καταλήξει μετά ἀπό ἑκατό περίπου ἔτη, στίς ἐπιβλητικές λίθινες οἰκοδομές τοῦ Γεωργιάδειου Ἀρρεναγωγείου καί τοῦ Κοινοτικοῦ μας Παρθεναγωγείου μέ τήν πληθώρα μαθητῶν καί διδακτικοῦ προσωπικοῦ.
Οἱ φιλογενεῖς καί δραστήριοι Βαφεοχωρίτες παραλλήλως πρός τά σχολικά καταστήματα συνέστησαν καί πλειάδα φιλανθρωπικῶν, φιλεκπαιδευτικῶν ἀκόμη καί ἀθλητικῶν ἀδελφοτήτων καί συλλόγων. Ἡ φιλόπτωχος ἀδελφότητα τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους συστήθηκε στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰῶνος καί ὑπῆρξε ἡ ἀρχαιότερη καί μακροβιότερη ἀδελφότητα τοῦ Βαφεοχωρίου. Ἀκολούθησαν οἱ φιλεκπαιδευτικές ἀδελφότητες Σύμπνοια (1870-1890) καί Φειδαλία (β΄ μισό 19ου αἰῶνος). Περί τό ἔτος 1900 συναντᾶμε τόν ἠθικοθρησκευτικό σύλλογο «Εὐαγγελισμός» καί τόν ἀθλητικό σύλλογο «Θησεύς». Τό ἔτος 1918 ἱδρύεται σύλλογος ὑπό τό ὄνομα «Ἐλευθέρια» ἐνῶ τό ἔτος 1920 ἱδρύεται ὁ «Σύνδεσμος Φιλελευθέρων Βαφεοχωρίου».
Ἡ μεγαλύτερη συμβολή τοῦ Βαφεοχωρίου στήν Ἐκκλησία καί τό Γένος ἀκούει στό ὄνομα Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἰωακείμ Γ΄, ὁ Μεγαλοπρεπής. Ὁ ἐν λόγῳ Πατριάρχης εἶναι ἡ προσωπικότητα ἐκείνη ἡ ὁποία ἔχει συνδεθεῖ μέ τήν Κοινότητά μας καί τόν Ἱερό Ναό τῆς Εὐαγγελιστρίας, ὅσο καμία ἄλλη ποτέ. Τοῦτο μαρτυροῦν οἱ οἰκογενειακοί, πνευματικοί καί συναισθηματικοί δεσμοί, τούς ὁποίους ἀνέπτυξε ὁ ἀείμνηστος Πατριάρχης μέ τόν τόπο τῆς καταγωγῆς του. Τό αὐτό καταδεικνύει καί ἡ ἰδιαιτέρα τιμή καί καύχηση πού δικαίως αἰσθάνονται οἱ Βαφεοχωρίτες γιά τόν συντοπίτη τους Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος μέ τήν ὑψηλή του διακονία κόσμησε τήν Ἐκκλησία καί κατέστησε τό Βαφεοχώρι γνωστό σέ ὅλο τόν Ὀρθόδοξο κόσμο.
Δεῖγμα τῆς ἀγάπης τοῦ ἐν λόγῳ Πατριάρχου πρός τήν Κοινότητά μας ἀποτελοῦν οἱ ρωσικῆς τεχνοτροπίας δεσποτικές εἰκόνες πού ὁ κάθε ἐπισκέπτης μπορεῖ νά προσκυνήσει στό τέμπλο τοῦ Ναοῦ μας. Οἱ εἰκόνες αὐτές, τέσσερεις τόν ἀριθμό, φέρουν στό μέν κάτω ἀριστερό τους μέρος τόν Δικέφαλο Ἀετό καί πέριξ αὐτοῦ τήν ἐπιγραφή «Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον», στό δέ κάτω δεξιό «Προσφορά Ἰωακείμ τοῦ Γ΄» καί ἀκολούθως «Ἔργον Ἀντωνίου Ἱερ(ο)μ(ονα)χ(ου) Κερασιώτου, Ἅγιον Ὄρος Ἄθω, Καυσοκαλύβια αωπε». Ἐπίσης στό Ἱερό Βῆμα τῆς Εὐαγγελιστρίας φυλάσσεται Σταυρός Εὐλογίας, δῶρο τοῦ Πατριάρχου στήν γενέθλιο κοινότητά του. Ἑκατέρωθεν τῆς βάσεως τοῦ Ἱεροῦ Σταυροῦ ὑπάρχει ἡ ἐπιγραφή «Ἱ.(ερός) Ναός Βαφεοχωρίου 1902. Προσφ.(ορά) Πατρ.(ιάρχου) Ἰωακείμ Γου».
Ἐκτός τοῦ καλλωπισμοῦ καί τῆς διακοσμήσεως τοῦ Κοινοτικοῦ μας Ἱεροῦ Ναοῦ, ὁ ἀείμνηστος Πρωθιεράρχης ἐνδιαφέρθηκε καί ὑπέρ τῆς ἐνισχύσεως καί προόδου τῶν Κοινοτικῶν μας Σχολείων. Στό Σεπτό πρόσωπο τοῦ Ἰωακείμ τοῦ Γ΄ ἡ σχολική ἐκπαίδευση τῆς περιοχῆς βρῆκε ἕνα μεγάλο εὐεργέτη, ὁ ὁποῖος διέθεσε χρηματικά ποσά ἐκ τῶν προσωπικῶν του ἐσόδων προκειμένου νά συνδράμει οἰκονομικῶς στά ἔξοδα ἀνεγέρσεως τοῦ Γεωργιάδειου Ἀρρεναγωγείου καί στά ἔξοδα συντηρήσεως τοῦ Κοινοτικοῦ μας Παρθεναγωγείου.
Ἡ ἀγάπη τοῦ ἐν λόγῳ μεγάλου Πατριάρχου γιά τήν ἰδιαιτέρα του πατρίδα ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό ἕνα ἄλλο γεγονός. Ὁ Ἰωακείμ ὁ Γ΄ ὑπῆρξε ὁ προστάτης τοῦ ἀειμνήστου Βαφεοχωρίτου Ἰωάννου Παναγιωτίδη (1892-1968), καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης καί Ἄρχοντος Διδασκάλου τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Ἰωακείμ ὁ Γ΄ εἶχε ἔντονο τό ἐνδιαφέρον νά βρεῖ πρόσωπα τά ὁποῖα ἀρτίως ἐκπαιδευόμενα στήν Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης ἀλλά καί σέ Θεολογικές Σχολές τοῦ ἐξωτερικοῦ θά ἐπάνδρωναν ἐπιτελικές θέσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἕνα ἀπό αὐτά τά πρόσωπα ὑπῆρξε καί ὁ Ἰωάννης Παναγιωτίδης, ὁ ὁποῖος μερικά ἔτη ἀργότερα θά ἐκπληρώσει ἕνα παλαιό καί εὐσεβῆ πόθο τοῦ Ἰωακείμ τοῦ Γ΄, τήν συγγραφή τῆς ἱστορίας τῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητος τοῦ Βαφεοχωρίου.
Ὡς τελευταῖος δέ κρίκος στήν ἁλυσίδα ὅσων στοιχείων ἑνώνουν τήν Κοινότητά μας μετά τοῦ ἀειμνήστου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ Γ΄, τοῦ Πάνυ ἔρχεται τό κοινοτάφειο τῆς οἰκογενείας Δεβετζῆ, τῆς οἰκογενείας τοῦ ἐν λόγῳ Πατριάρχου καί τό ὁποῖο διασώζεται ὄπισθεν τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τοῦ Ἱεροῦ μας Ναοῦ. Συμφώνως μέ τήν ἐπιτύμβιο πλάκα στό σῆμα αὐτό ἀναπαύονται οἱ γονεῖς τοῦ Πατριάρχου Δημήτριος καί Θεοδώρα, οἱ ἀδελφοί του, καθώς καί λοιποί συγγενεῖς.
Ἡ Κοινότητά μας ὑπό τήν εὐλογία τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, τοῦ καί Σεπτοῦ ἡμῶν Προκαθημένου, ὁλοκληρώνει σέ λίγα ἔτη τόν δεύτερο αἰώνα τοῦ ἱστορικοῦ της βίου καί μέ πίστη καί αἰσιοδοξία προσβλέπει στό μέλλον.
Τό μέλλον τό γνωρίζει ὁ Θεός. Σέ μᾶς ἀπομένει νά ἐργαστοῦμε γι’ αὐτό, ἕκαστος κατά τήν δωρεάν αὐτοῦ καί κατά τό διακόνημα αὐτοῦ. Νά ζήσουμε τό μέλλον παρέα με τόν Πατριάρχη μας, τόν Ἀρχιερατικό Προϊστάμενο, τήν Ἐφοροεπιτροπή καί τούς Χριστιανούς μας, παρέα μέ τήν Ἱερά Μνήμη τῶν Προπατόρων μας καί παρέα μέ τίς ἑπόμενες γενεές τῶν Βαφεοχωριτῶν, οἱ ὁποῖες βρίσκονται καθ’ ὁδόν.
Βαφεοχώρι, 29η Δεκεμβρίου 2019
Ἀρχιμ. Τιμόθεος Ραϊλάκης-Βρανᾶς
Ἱερατικῶς Προϊστάμενος Βαφεοχωρίου