Τοποθεσία – Ονομασία
Η πρώτη γνωστή ονομασία του οικισμού αυτού κατά την Αρχαιότητα ήταν «Εστίαι», είτε επειδή υπήρχε εκεί ναός της ομώνυμης θεάς είτε λόγω των ασβεστοκαμίνων που λειτουργούσαν στην περιοχή. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, η περιοχή ήταν γνωστή ως «Χώρα των Ασωμάτων» ή «Μιχαήλιον», αφού υπήρχε εκεί εκκλησία αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Στον οικισμό αποδίδεται επίσης και η ονομασία «Ανάπλους». Μετά την Άλωση, στα μέσα του 15ου αιώνα, η περιοχή άρχισε να ονομάζεται Αρναούτκιοϊ (Arnavutköy), δηλαδή Αλβανιτοχώρι, από τον εποικισμό της περιοχής από Αλβανούς στη διάρκεια της βασιλείας του σουλτάνου Μωάμεθ Β ́του Πορθητή μετά τη νίκη του κατά του στρατού του Σκεντέρμπεη. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, άρχισε να επικρατεί το όνομα «Μέγα Ρεύμα», το οποίο προέρχεται από το ρεύμα, γνωστό και ως Διαβολόρεμα, που κατεβαίνει από τη Μαύρη θάλασσα και αλλάζει κατεύθυνση στο σημείο αυτό του Βοσπόρου.
Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος περιγράφει την περιοχή του Μεγάλου Ρεύματος ως εξής: «Εάν προς κατοικίαν ανθρώπων η φύσις ώρισε τόπους τινάς εκλεκτούς, ολίγοι των εν τη οικουμένη δύνανται να φιλονεικήσωσι τα πρωτεία προς το ακρωτήριον του Μεγάλου Ρεύματος. Διότι, παρεκτός των λοιπών πλεονεκτημάτων, όσα η άκρα αυτή έχει κοινά και προς άλλα πολλά του Βοσπόρου μέρη, η απ’ αυτής θέα προς ουδεμίαν παραβάλλεται άλλην, επειδή παρά την ακτήν μεν έχει τις διαβαίνοντα κατ’ ανάγκην υπό τους οφθαλμούς του, η παρανασυρόμενα διά σχοίνων, όλα τα τον Βόσπορον αναπλέοντα πλοιάρια, αντίκρυ δε επί της Ασίας, ήτις μόλις απέχει λεπτά τινά, όλην την καλλονήν των καταπρασίνων λόφων του Καντυλλή και Βανλή, και, κατά τας νηνέμους εκείνας και μαγευτικάς του Μαΐου νύκτας ακούμε τας αηδόνας των δύο παραλίων, αντιμελωδούσας εξ υπαμοιβής προς αλλήλας, ως μουσουργούς αγωνιζομένους επί θεάτρου».
Πληθυσμός του Αρναούτκιοϊ πριν από το 19ο αιώνα
Σύμφωνα με τον Εβλιγιά Τσελεμπί, το 17ο αιώνα στο Μέγα Ρεύμα υπήρχαν χίλια σπίτια Ρωμιών και Εβραίων. Οι μουσουλμάνοι ήταν λίγοι και στην περιοχή δεν υπήρχαν τζαμιά. Σύμφωνα πάντα με τον περιηγητή, οι Ρωμιοί της περιοχής ήταν στην πλειονότητά τους «Λαζοί», δηλαδή Πόντιοι, κάτι το οποίο αναφέρει και ο Σκαρλάτος Βυζάντιος μιλώντας για συνοικισμό των Λαζών. Οι περισσότεροι από τους Εβραίους εγκατέλειψαν την περιοχή έπειτα από μια μεγάλη πυρκαγιά το 1887 και μετοίκισαν στο Νεοχώρι. Έπειτα από λίγο άρχισαν να εγκαθίστανται εκεί και μουσουλμάνοι. Από το 18ο αιώνα και μετά, βρίσκουμε και Αρμένιουςκατοίκους στο χωριό. Οι περισσότεροι Αρμένιοι στην περιοχή ήταν «γεμενετζήδες», δηλαδή κατασκευαστές ενός είδους υποδήματος μονόπατου.
Όπως προαναφέρθηκε, ο Πορθητής εγκατέστησε στο ερημωμένο χωριό Αρβανίτες από την Ήπειρο, στο πλαίσιο του εποικισμού της Κωνσταντινούπολης. Ορθόδοξοι, οι Αρβανίτες αφομοιώθηκαν στη ρωμαίικη κοινότητα και αναμείχθηκαν αργότερα με Ρωμιούς από τα νησιά του Αιγαίου και την Ανατολική Θράκη. Σύμφωνα με το Γεννάδιο, σημαντικό μέρος των Ρωμιών του Μεγάλου Ρεύματος κατάγονταν από νησιά του Αιγαίου (Πάρος, Νάξος, Σκιάθος, Άνδρος, Τήνος) και ειδικά από τη Χίο. Πολλοί προερχόταν επίσης από την Ήπειρο, ενώ υπήρχαν και κάτοικοι που κατάγονταν από τη Θράκη και τα παράλια του Μαρμαρά.
Η ξένη παρουσία και η οικονομική ενίσχυση προς την ορθόδοξη κοινότητα
Το Μέγα Ρεύμα διατηρούσε δεσμούς με τους ηγεμόνες της Μολδαβίας και της Βλαχίας είτε άμεσους είτε με τη διαμεσολάβηση των καπικεχαγιάδων που είχαν αυτοί στην Υψηλή Πύλη. Οι ηγεμόνες παρείχαν χρηματική βοήθεια στην εκκλησία και στα εκπαιδευτήρια της κοινότητας. Ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο οι Φαναριώτεςκαι πολλοί πατριάρχες και κληρικοί προτιμούσαν το Μέγα Ρεύμα για κατοικία ήταν για να προφυλαχτούν από τη χολέρα και την πανώλη. Έτσι από τα μέσα του 17ου αιώνα, εμφανίζονται νέοι κάτοικοι, οι «παραθεριστές». Ο υπερπληθυσμός, η έλλειψη υγιεινής και οι επιδημίες πανώλης δημιουργούσαν αποπνικτική ατμόσφαιρα εντός των τειχών της Πόλης τους θερινούς μήνες. Ξένοι πρέσβεις, Φαναριώτες (οι Υψηλάντηδες, οι Μουσούροι, οι Μαυροκορδάτοι, οι Καραθεοδωρήδες, οι Σούτσοι, οι Μαυρογένηδες), Τούρκοι πασάδες, Αρμένιοι και Εβραίοι μεγαλέμποροι έχτισαν εξοχικά στις παραλίες του Βοσπόρου, όπου μετέφεραν τον πολυτελή τρόπο ζωής και το εκλεπτυσμένο γούστο τους.
Οι δεσμοί με τη Μολδοβλαχία προσέλκυσαν εδώ και μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Τα γεγονότα του 1821, τα επεισόδια στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και, στη συνέχεια, η επανάσταση στην Ελλάδα ανάγκασαν αρκετούς έγκριτους Ρωμιούς να διαφύγουν στο εξωτερικό.
Το Μέγα Ρεύμα από το 19ο έως τον 20ό αιώνα
Συγκοινωνίες – Επαγγέλματα
Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, η σύνδεση της Κωνσταντινούποληςμε το Μέγα Ρεύμα γινόταν μόνο με καΐκια και άμαξες. Όταν όμως ξεκίνησαν τα τακτικά δρομολόγια των πλοίων, το Μέγα Ρεύμα συνδέθηκε με την Κωνσταντινούπολη. Έτσι, με την έλευση του ατμόπλοιου και την καθιέρωση τακτικών δρομολογίων η περιοχή εντάχθηκε στον αστικό ιστό και μετατράπηκε σε προάστιο. Πολύ αργότερα, το Μέγα Ρεύμα συνδέθηκε με το κέντρο της Κωνσταντινούπολης και με τη γραμμή του τραμ Εμίνονου-Μπέμπεκ.
Στο Μέγα Ρεύμα οι ντόπιοι ασχολούνταν κυρίως με την αμπελουργία και την αλιεία. Από τις αρχές του 19ου αιώνα, η καλλιέργεια της φράουλας αντικατέστησε σταδιακά τα αμπέλια. Η εισαγωγή της φράουλας οφείλεται στην οικογένεια Υψηλάντη, η οποία είχε πολλούς δεσμούς με το Μέγα Ρεύμα. Η ποικιλία που ονομαζόταν «οθωνική φράουλα» ήταν ιδιαίτερη γνωστή. Η καλλιέργεια φράουλας στο Μέγα Ρεύμα συνεχίστηκε μέχρι τη δεκαετία του 1960.
Πληθυσμός
Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα οι μουσουλμάνοι δεν αποτελούν σημαντικό μέρος του πληθυσμού του χωριού. Το πρώτο τζαμί του χωριού χτίστηκε μόλις το 1832, πολύ πιθανόν για να καλύψει τις ανάγκες του επίσης καινούριου αστυνομικού τμήματος.
Σύμφωνα με το Σαλναμέ του 1912 στο Μέγα Ρεύμα κατοικούσαν 5.973 Ρωμιοί, 493 μουσουλμάνοι, 342 Αρμένιοι, 32 Εβραίοι και 642 κάτοικοι με ξένη υπηκοότητα. Ο Γεννάδιος αναφέρει ότι, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1920 οι Ρωμιοί κάτοικοι του χωριού υπερέβαιναν τους 6 χιλιάδες, στο τέλος της δεκαετίας του 1940 είχαν μείνει οι μισοί. Σύμφωνα με πατριαρχική απογραφή του 1949, η ρωμαιορθόδοξη κοινότητα του Μεγάλου Ρεύματος αποτελούνταν από 567 οικογένειες.
Εκπαίδευση – Σύλλογοι
Σύμφωνα με το Γεννάδιο Ηλιουπόλεως, η αρχαιότερη μαρτυρία στους κοινοτικούς κώδικες σχετικά με την ύπαρξη σχολείων ανάγεται στο έτος 1752. Η σχολή «κοινών γραμμάτων» δίδασκε ανάγνωση των ιερών κειμένων και λίγη γραφή. Μέχρι το 1797, χρονολογία ίδρυσης του σχολικού κτηρίου, δεν υπήρχε ιδιαίτερο κτήριο για το σχολείο.
Τη δεκαετία του 1830 ιδρύθηκε στο Μέγα Ρεύμα αλληλοδιδακτική σχολή. Η σχολή αντικατέστησε αυτήν των κοινών γραμμάτων. Το Μέγα Ρεύμα τη δεκαετία του 1860 διέθετε ελληνικό (κατόπιν ονομάζεται αστική σχολή) και αλληλοδιδακτικό σχολείο και παρθεναγωγείο.
Το 1902 χτίστηκε κοντά στην εκκλησία ένα σχολικό κτήριο το οποίο μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά ως αρρεναγωγείο. Το κοινοτικό παρθεναγωγείο στεγαζόταν σε άλλο κτήριο. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το κτήριο του αρρεναγωγείου λειτούργησε ως μεικτή σχολή αρρένων και θηλέων. Σύμφωνα με το Γεννάδιο, ο αριθμός των μαθητών πριν από την ανταλλαγή ανερχόταν στους 500.
Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο Χριστόφορος Χρηστίδης, το 1955 η κοινότητα του Μεγάλου Ρεύματος διέθετε εξατάξιο δημοτικό με σχολικό συσσίτιο, ένα μορφωτικό σύνδεσμο και μία φιλόπτωχο αδελφότητα. Η ρωμαίικη κοινότητα του Μεγάλου Ρεύματος συρρικνώθηκε όπως και όλες οι άλλες της Κωνσταντινούπολης ειδικά με τη μαζική πληθυσμιακή διαρροή μετά το 1964. Έτσι ενώ το σχολικό έτος 1963-1964 το κοινοτικό σχολείο είχε 197 μαθητές, το 1995-1996 ο αριθμός αυτός είχε μειωθεί σε 8 μόνο.
Το 1880 ιδρύθηκε η Φιλόπτωχος Αδελφότης Μεγάλου Ρεύματος, μέλη της οποίας ήταν τόσο γυναίκες όσο και άνδρες, με σκοπό την παροχή υλικής βοήθειας στους φτωχότερους κατοίκους της περιοχής.
Εκκλησία και αγιάσματα
Στο τέλος του 19ου αιώνα χτίστηκε ο μεγαλοπρεπής ναός των Ταξιαρχών, που αποτελεί και τη μεγαλύτερη εκκλησία του Βοσπόρου. Στην περιοχή επίσης υπάρχουν δύο σημαντικά και μεγάλα αγιάσματα: ο Προφήτης Ηλίας στην κορυφή του λόφου και το αγίασμα της Αγίας Κυριακής, που δίνει το όνομά του σε όλη τη συνοικία της Αγίας Κυριακής. Ο Αρμένης λόγιος Ιερέμια Τσελεμπί Κιομουρτζιάν στο έργο του για την Κωνσταντινούπολη εκθειάζει τη γραφική τοποθεσία, όπου βρίσκεται το αγίασμα του Προφήτη Ηλία: «Ανηφορίζοντας το δρόμο του χωριού, ανάμεσα σε δύο λόφους, φθάσαμε στο αγίασμα του Προφήτη Ηλία. Δοκίμασέ το, είναι το “ύδωρ της ζωής”. Ας ξαποστάσουμε στον ίσκιο των δέντρων τούτης της πανέμορφης εξοχής, με τους κήπους, τα περιβόλια και τ’ αμπέλια. Τι όμορφα θα ήταν να ζούσαμε εδώ». Το αγίασμα του Προφήτη Ηλία χρονολογείται από τη Βυζαντινή περίοδο. Η πανήγυρη του Προφήτη Ηλία στις 20 Ιουλίου συγκέντρωνε πλήθος προσκυνητών από ολόκληρη την Κωνσταντινούπολη και τα προάστια. Έτσι, το αγίασμα και το παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία (χτίστηκε το 1871) αποτελούσαν σημαντικό οικονομικό πόρο για την κοινότητα.